- συνεξαπέστειλε
- σύν , ἐκ , ἀπό , εἰσ-τέλλωaccomplishaor ind act 3rd sg (homeric ionic)σύν-ἐξαποστέλλωdispatchaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξαποστέλλω — Α [ἐξαποστέλλω] αποστέλλω μαζί («ἕνα τῶν υἱῶν τοῡ Κύρου συνεξαπέστειλε», Διόδ.) … Dictionary of Greek